πρόχειρος

πρόχειρος
πρόχειρος
Grammatical information: adj.
Meaning: `at hand, ready, easy to provide, usual' (IA.).
Derivatives: προχείρ-ιον (-ον) n. `handbag' (pap.), -ότης f. `readiness' (hell.), -ίζομαι, -ίζω `to provide (oneself), to put at disposal, to choose' (Att., hell.) with -ισις f. `provision, accomplishment', -ισμός m. `provision, choice' (hell.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hypostasis from πρὸ χειρῶν, poss. also bahuvrihi "with the hand forward, prepared" (Sommer Nominalkomp. 108, 112, 141, Schw.-Debrunner 508).
Page in Frisk: 2,605

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόχειρος — at hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • πρόχειρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά μου και μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όποτε θέλω, αυτός που βρίσκεται σε άμεση χρήση: Δεν έχω πρόχειρο το έγγραφο να σου το δείξω. 2. αυτός που γίνεται ή λέγεται χωρίς μελέτη: Πρόχειρη αντιμετώπιση του πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρόχειρος νόμος — Συλλογή νόμων που εκδόθηκε με εντολή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου του Μακεδόνα και των συναυτοκρατόρων γιων του Κωνσταντίνου του H’ και Λέοντα του ΣΤ’ του Σοφού, γύρω στο 870. Οι αυτοκράτορες αυτοί κατήργησαν την Εκλογή των Ισαύρων. Ο… …   Dictionary of Greek

  • προχειρότερον — πρόχειρος at hand adverbial comp πρόχειρος at hand masc acc comp sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειροτάτων — πρόχειρος at hand fem gen superl pl πρόχειρος at hand masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειροτέραις — πρόχειρος at hand fem dat comp pl προχειροτέρᾱͅς , πρόχειρος at hand fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειροτέρων — πρόχειρος at hand fem gen comp pl πρόχειρος at hand masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρότατα — πρόχειρος at hand adverbial superl πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρότατον — πρόχειρος at hand masc acc superl sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχείρως — πρόχειρος at hand adverbial πρόχειρος at hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”